φασκιώνω — φασκιώνω, φάσκιωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φασκιώνω — φασκιῶ, όω, ΝΜΑ [φασκία] (σχετικά με βρέφη) περιτυλίγω με φασκιές, με σπάργανα, σπαργανώνω αρχ. περιδένω με επίδεσμο … Dictionary of Greek
καταφασκιώνω — (επιτ. τ. τού φασκιώνω) φασκιώνω με επιμέλεια («χίλιες φορές σ εβάσταξα κι εκαταφάσκιωσά σε», Πανώρ.) … Dictionary of Greek
φάσκιωμα — το, Ν [φασκιώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φασκιώνω … Dictionary of Greek
επιδέω — (I) ἐπιδέω (Α) 1. δένω επάνω, προσδένω («ἐπὶ τὰ κράνεα λόφους έπιδέεσθαι» λοφία πάνω στα κράνη, Ηρόδ.) 2. δένω με επίδεσμο, φασκιώνω («πολλοὺς... τραύματα ἐπιδεδεμένους», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δέω «δένω»]. (II) ἐπιδέω (AM) είμαι ελλιπής,… … Dictionary of Greek
κατασπαργανώ — κατασπαργανῶ, όω (Α) τυλίγω στα σπάργανα, φασκιώνω … Dictionary of Greek
ξεφασκιώνω — 1. βγάζω τη φασκιά βρέφους 2. μτφ. αφαιρώ τους επιδέσμους ή το περιτύλιγμα από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + φασκιώνω] … Dictionary of Greek
σπαργανώνω — σπαργανῶ, όω, ΝΑ, και μέσ. επικ. τ. σπαργνοῡμαι, όομαι, Α [σπάργανον] (σχετικά με βρέφος) περιτυλίγω με σπάργανα, φασκιώνω (α. «να σπαργανώσεις το παιδί» β. «βρέφος ἐσπαργανωμένον», ΚΔ) … Dictionary of Greek
φασκιώ — όω, ΜΑ βλ. φασκιώνω … Dictionary of Greek
επιδένω — επίδεσα και επέδεσα, επιδέθηκα, επιδεμένος, μτβ., δένω κάτι πάνω σε κάτι άλλο, περιβάλλω κάτι με επίδεσμο, το φασκιώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)